- γειώρας
- γειώρας, ου, ὁ,A sojourner, LXXIs.14.1, Ph.1.417.2 proselyte, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γειώρας — και γειώρης, ο (Α) ο ξένος, ο περαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη εβραϊκής προελεύσεως, κατά τον Sophocles, από τον οποίο θεωρήθηκε εσφαλμένη η άποψη τών Βυζαντινών ότι η λ. είναι σύνθετη από τα γη και ώρα] … Dictionary of Greek
γειώρας — γειώρᾱς , γειώρας sojourner masc acc pl γειώρᾱς , γειώρας sojourner masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειῶραι — γειώρας sojourner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γειώραις — γειώρας sojourner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՊԱՆԴՈՒԽՏ — (դխտի, տաց.) NBH 2 0596 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c ա.գ. πάροιος, γειώρας, πρόσηλητος eregrinus, advena, accola. Որ հեռացեալ ʼի հայրենի երկրէն՝ յօտար աշխարհս դեգերի. վտարանդի. նժդեհ. եկ. դրսեցի, օտարական. ղարիպ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
γειώραν — γειώρᾱν , γειώρας sojourner masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)